-
1 όστρακα
-
2 ὄστρακα
-
3 ὄστρακον
ὄστρᾰκον, τό,2 fragment of such a vessel, potsherd, IG42(1).121.82 (Epid., iv B. C., pl.), LXX Ps.21.16, al., Ostr. 1152, etc.;ἰπνοῦ ὄστρακα Hp.Morb.2.47
; esp. the potsherd used in voting (v. ὀστρακίζω): hence τοὔστρακον παροίχεται the danger of ostracism is past, Cratin.71; τὰ ὄστρακα, = ὀστρακισμός, Pl.Com.187; τὸ ὄ. ἐπιφέρειν τινί to vote for any one's banishment, Plu.Alc.13, cf. Per. 14.3 ὀστράκου περιστροφή, of the game ὀστρακίνδα (q. v.), Pl. R. 521c; so ὀστράκου μεταπεσόντος 'if heads become tails', Id.Phdr. 241b.II the hard shell of snails, mussels, cuttle-fishes, tortoises, etc., h.Merc.33, S.Ichn.303 (dub.l.), Hp.Steril.245, Theoc.9.25, Arist.HA 528a4, etc.: hence, tortoise-shell or mother-of-pearl, κλιντῆρες ὀστράκοις.. ἐνδεδεμένοι prob. l. in Ph. 1.666; the shell at the base of the constellation Lyra, Ptol.Alm. 7.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄστρακον
-
4 φοξός
φοξός, spitz, spitzig, zugespitzt, Il. 2, 219, wo es von Thersites heißt φοξὸς ἔην κεφαλήν, er war spitzköpfig. Nach den Schol. (vgl. auch Ath. XI, 480 c) εἴρηται ἀπὸ τῶν κεραμικῶν ἀγγείων τῶν ἐν τῇ καμίνῳ ἀπὸ τοῦ φωτὸς ἀπωξυμμένων, und φοξὰ κυρίως εἰσὶ τὰ πυριῤῥαγῆ ὄστρακα, worin die Ableitung von ὀξύς richtig ist, die Erkl. des φ aber falsch, welches wahrscheinlich nur die Aspiration vertritt (vgl. φολκός); Buttm. Lexil. I p. 244 leitet es, weil ὀξύς keine Spur des Digamma zeigt, von φώγω her, welches eigtl. einen Fehler eines irdenen Gefäßes bezeichne, das dem Feuer zu sehr ausgesetzt gewesen ist und sich geworfen hat, statt rund, etwas spitz geworden ist.
-
5 χυτρίον
-
6 αρραβδωτος
-
7 διατρυπαω
-
8 λεπτοχειλης
-
9 παχυχειλης
-
10 συγκλειστος
-
11 όστραχ'
-
12 ὄστραχ'
-
13 συγκλειστός
3 ἔργον συγκλειστόν,= σύγκλεισμα, LXX 3 Ki.7.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκλειστός
-
14 συντίθημι
συντίθημι, used by Hom. only in [voice] Med., v. infr.:—[voice] Pass. (v. infr.), but σύγκειμαι is more freq. as [voice] Pass.:—A place or put together,τὴν οὐρὴν καὶ τὸν σπλῆνα.. συνθεὶς ὁμοῦ Hdt.2.47
, cf. 4.67;ὅπλα ἐν τῷ ναῷ X.HG2.3.20
;ἅπαντα εἰς ἕν E.IT 1016
;ἐν ὀλίγῳ πάντα Id.Supp. 1126
(lyr.);ὁ πρῶτος συνθεὶς εἰς ταὐτὸν τὰ δύο ταῦτα βιβλίδια Gal.15.109
; σ. ἱμάτια, opp. ἀνασείειν, fold them together, X. Oec.10.11; σ. σκέλη, opp. ἐκτείνειν, Id.Cyn.5.10; opp. διαιρεῖσθαι, Pl.Sph. 252b; σ. ἄρθρα στόματος close the lips, E.Cyc. 625; εἰς τὸ οὖλον ( αυλον cod.) σ. τὴν κόμην, = calamistrat, Gloss.:—[voice] Pass., τὸ συντίθεσθαι καθ' ὁντινοῦν τρόπον ῥῖγος οὐκ ἀγαθόν ἐστι any sort of combination of shivering (with other symptoms), Gal.16.746.2 technical uses,a Math., add together, of numbers, Hdt.3.95 ([voice] Pass.); τό τε ἀρχαῖον καὶ τὸ ἔργον principal and interest, D.27.17, cf. 29.30: Geom., of lines and figures, Archim.Spir.Praef., Papp.70.4.b Math. also, of the transformation of a ratio componendo, Arist. EN 1131b8 ([voice] Pass.), Euc.5.18,24 ([voice] Pass.).c Logic, combine the terms of a proposition, Arist.Metaph. 1012a4, 1024b19 ([voice] Pass.); also, use the fallacy of composition (cf.σύνθεσις 1.2e
), Id.Rh. 1401a24.d Rhet., accumulate, joined with ἐποικοδομεῖν (to form a climax), ib. 1365a16.e σ. λόγον make up an account, PHib.1.48.15 (iii B.C.).II put together constructively, so as to make a whole, πεντηκοντέρους καὶ τριήρεας (as a bridge) Hdt.7.36; λίθους, of builders, Th.4.4, IG42(1).103.59 (Epid., iv B.C.); πλίνθους, ξύλα, X.Mem.3.1.7, etc.;τὰ ὄστρακα IG42(1).121.82
(Epid., iv B.C.);τὰ κομισθέντα Sor. 2.64
;ἐκ τούτων τὰ μέγιστα.. συνθεὶς τοῦτον.. τὸν λόγον ποιήσομαι Hippias Eleus 6
D.; .2 construct, frame,τὸ θνητὸν γένος Pl.Ti. 69d
; ὁ συνθείς the creator, ib. 33d:—[voice] Pass., to be constructed, of the material universe, opp. διαλύεσθαι, Arist.Cael. 304b30.b σ. τι ἀπό τινος compose or make one thing of or from another, Hdt.4.23; ;ἐξ ὧν [συλλαβῶν] τὰ ὀνόματα συντίθενται Pl.Cra. 425a
, cf. 434a; ; εἴδωλον οὐρανοῦ ξυνθεῖσ' ἄπο (Reiske for ὕπο) E.Hel.34: metaph.,συντιθεὶς γέλων πολύν S.Aj. 303
; δυοῖν ἅμιλλαν ξ. strive for two things at once, E.El.95.3 construct or frame a story,συνθέντες λόγον Id.Ba. 297
, cf. Ar.Ra. 1052 (anap.), Pl.Phdr. 260b;οἱ τὰς τέχνας τῶν λόγων συντιθέντες Arist.Rh. 1354a12
; narrate in writing,τὰ Ἑλληνικά Th.1.97
, cf. 21; compose, σ. μύθους, ποίησιν, μελῳδίαν, ὄρχησιν, Pl.R. 377d, Phdr. 278c, Lg. 812d, 816c; ;ὁ τὴν ἐνθάδε συνθεὶς ἀνατομήν Gal.15.147
:—[voice] Pass., [tense] pf. συντέθειται ib.797;περὶ ὀλίγας οἰκίας αἱ.. τραγῳδίαι συντίθενται Arist.Po. 1453a19
.4 Math., of the synthesis of a geometrical problem, opp. ἀναλύω, Id.SE 175a28, Papp.648.13; συντεθήσεται τὸ πρόβλημα οὕτως the synthesis of the problem will proceed thus, Archim.Sph.Cyl.2.1, cf. Apollon. Perg.Con.1 Praef., 2.44, al.5 frame, devise, contrive, ὁ συνθεὶς τάδε the framer of this plot, S.OT 401, cf. Th.8.68;ἐξ ἐπιβουλῆς σ. ταῦτα Antipho 5.25
;σ. λόγους ψευδεῖς Id.6.9
;ψευδεῖς αἰτίας D.25.28
;τὴν κατηγορίαν And.1.6
, etc.; rarely in good sense,εὖ πρᾶγμα συντεθὲν ὄψεσθε D.18.144
.6 put together, take in, comprehend,παιδὸς μόρον A.Supp.65
(lyr.);ὄμνυ.. θεῶν συντιθεὶς ἅπαν γένος E.Med. 747
; , cf. Hec. 1184: ἐν βραχεῖ ξυνθεὶς λέγω putting things shortly together, speaking briefly, S.El. 673.III commit to a person's care, deliver to him for his own use or that of others, PMich.Zen.2.3,14 (iii B.C.), PCair.Zen.4.23, 6.11,64, 299.9, al. (iii B.C.);γνώριζε οὐχ ὑπάρχον παρ' ἡμῖν ἀργύριον τοσοῦτο ὥστε ἱκανὸν συνθεῖναι Πυρρίχῳ PMich.Zen.28.18
, cf. 32.7, PSI4.392.7, 5.524.3, 6.613.8, 7.862.1, PLille 15.3 (all iii B.C.); τινὶ ὀστᾶ, ἐπιστολάς, πλῆθος χρυσίου, etc., Plb.5.10.4, 8.17.4, 15.25.16, cf. 27.7.1, 28.22.3, IG12(5).590.12 (Ceos, ii B.C.), 11(4).1056.4 (Delos, ii B.C., cf. Jahresh.24.171), OGI345.11 (Delph., i B.C.).2 αὐτοὶ δ' ἔνοχοι εἴημεν τῷ ὅρκῳ ὁπηνίκ' ἂν εὖ συνθῶμεν perh. as soon as we have duly delivered (or executed) this declaration, BGU1738.32 (i B.C.);συνθεὶς τούτους μου τοὺς λιβέλλους ἐπιδίδωμι τῇ σῇ λαμπρότητι PLond.3.1000.7
(vi A.D.).IV collect, conclude, infer, Plb. 28.17.14, Arr.Ind.34.B [voice] Med. συντίθεμαι, used by Hom. only in [tense] aor. 2 and in signf. 1:I put together for oneself, i.e. observe, give heed to,σύνθετο θυμῷ βουλήν Il.7.44
;φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδήν Od.1.328
;ἐμεῖο δὲ σύνθεο μῦθον 17.153
;συνθέμενος ῥῆμα Pi.P.4.277
; and, simply, perceive, hear,κλαιούσης ὄπα σύνθετο Od.20.92
: in Hom. mostly abs., σὺ δὲ σύνθεο do thou take heed, Il.1.76, Od.15.318, etc.; σὺ δὲ σύνθεο θυμῷ ib.27.II agree on, conclude (cf. συνθήκη), ἄνδρεσσι κακοῖς συνθέμενοι φιλίην Thgn.306
; συντίθεσθαι συμμαχίην, ὁμαιχμίην τισί, Hdt.2.181, 8.140.á;τὰς ξυνθήκας ἂς ξυνέθεντο IG12.117.4
, cf. 116.27, al.;εἰρήνην Isoc. 15.109
; σ. ναῦλον agree upon the fare, X. An.5.1.12; ταῦτα συνθέμενοι having agreed on these points, Th.3.114, cf. Ar.Lys. 178, Plu.Alc.31;ξυνέθεσθε κοινῇ τάδε E.Ba. 807
, cf. 808; so withD.
, Hdt.3.157;σ. Ἴωσι ξεινίην Id.1.27
;μισθόν τινι Pl.Grg. 520c
;σ. τι πρός τινα Hdt.7.145
, etc.:—[voice] Pass., τοῦ συντεθέντος χρόνου agreed upon, Pl.Phdr. 254d.2 c. inf., covenant, agree to do,συνέθευ παρέχειν φωνάν Pi.P.11.41
(dub. l.);σ. ἀλλήλοις μήτ' ἀδικεῖν μήτ' ἀδικεῖσθαι Pl.R. 359a
, cf. And. 4.18, Arist.Pol. 1257a35: c. inf. [tense] fut.,ξυνέθεντο ἥξειν Th.6.65
; σ. τινί folld. by inf. [tense] fut.,συνθέμενοι ἡμῖν.. ἀντιώσεσθαι Hdt.9.7
.β, cf. And.1.42: an inf. must be supplied in the phrases, κατὰ (i.e. καθ' ἃ) συνεθήκαντο, καθ' ὅτι ἂν συνθῶνται, etc., Hdt.3.86, Foed. ap. Th.5.18: alsoσ. ὡς.. Hdt.6.84
;ὡς δεῖ ἕκαστα γίγνεσθαι X.HG5.4.2
.3 abs., make a covenant,ἔβαν συνθέμενος Pi.N.4.75
(constr. uncertain in Alc.Supp.5.11): c. dat., Hdt.6.115, X.An.1.9.7, POxy.1668.12 (iii A.D.);αὐτὸς σαυτῷ συνέθου Pl.Cra. 435a
; συνθέσθαι πρός τινα come to terms with him, Decr. ap. D.18.187, POxy.908.18 (ii/iii A.D.);περί τινος πρὸς ἀλλήλους D.S.1.98
; also, bet, wager, Thphr. HP9.17.2, Men.Epit. 288;πρός τινας Plu.Alc.8
.4 vote with, support,τούτοις Lys.Fr.68
, cf. Call.Epigr.1.14, D.H.Isoc.18, Paus. 4.15.2;τοῖς ἀπὸ Ἡροφίλου Sor.2.53
; assent to,πᾶσι τοῖς προκειμένοις PFay.34.20
(ii A.D.); (iii A.D.).5 conclude, infer (cf. A. IV), Stoic.2.63, Phld.Sign.2, al.:—[voice] Pass., τὰ ὕστερον -τεθησόμενα ib.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντίθημι
-
15 ἐξοστρακίζω
A banish by ostracism, Hdt.8.79, And.4.32, Lys.14.39, Pl.Grg. 516d;ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Luc.Sacr.4
:—[voice] Pass., Themist.Ep. 2; also (with a play on broken pots, ὄστρακα)ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθείς Ar.Fr. 593
; ; ἐξωστρακίσθησαν τῆς ἀληθείας Anon.Alch. in Gött.Nachr.1919.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοστρακίζω
-
16 ὀστρακοφορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀστρακοφορέω
-
17 ὀστρακοφορία
ὀστρᾰκο-φορία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀστρακοφορία
См. также в других словарях:
όστρακα — Σπασμένα κομμάτια αγγείων που τα χρησιμοποιούσαν ως υλικό γραφής. Αυτό ήταν κάτι που συνηθιζόταν πολύ, κυρίως στην Αίγυπτο. Τα ο. ποικίλλουν πολύ σε μέγεθος και σχήμα, και οι επιγραφές χαράσσονταν με αιχμηρή γραφίδα ή με μελάνη. Ο όρος… … Dictionary of Greek
ὄστρακα — ὄστρακον earthen vessel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄστραχ' — ὄστρακα , ὄστρακον earthen vessel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
απολίθωση — Η διατήρηση ζωικών ή φυτικών οργανισμών του παρελθόντος σε απολιθωμένη (πετρωμένη) μορφή. Το μεγαλύτερο μέρος των οργανισμών, από τις πιο απλές μορφές όπως τα βακτηρίδια, έως τις πιο σύνθετες των ανώτερων οργανισμών, μπορεί να απολιθωθεί. Η α.… … Dictionary of Greek
εξοστρακισμός — Αρχαίο πολιτικό μέτρο που όριζε την απομάκρυνση επικίνδυνων προσώπων από την πολιτεία, για ένα χρονικό διάστημα. Ο ε. εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα και σε άλλες δημοκρατικές πολιτείες, όπως στο Άργος και στις Συρακούσες. Καθιερώθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
πάγουρος — Δεκάποδο καρκινοειδές, της οικογένειας των παγουριδών. Το σώμα περιλαμβάνει τον κεφαλοθώρακα, πολύ σκληρό, επειδή καλύπτεται από τον ισχυρά χιτινώδη εξωσκελετό, και τη μαλακή κοιλιά, που ο π. την προστατεύει από τους επιτιθέμενους τοποθετώντας… … Dictionary of Greek
παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… … Dictionary of Greek
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κεφαλονιάς και Ιθάκης — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1996, από την Εταιρεία Προστασίας Φύσεως Κεφαλονιάς και Ιθάκης, σε συνεργασία με την πρώην κοινότητα και τον πολιτιστικό σύλλογο Δαυγάτων, και άνοιξε για το κοινό το 1999, στα Δαυγάτα της Κεφαλονιάς. Λειτουργεί ως νομικό… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek